(1)
Tο σπίτι μου, όσο το άνοιγμα των χεριών της κόρης μου
4 χρόνια άστεγη τώρα...
(2)
Κι ανυπόδετη κι άρρωστη γύρναγα
Κρύωνα.
Και όπου έστρεψα
όξος και πρέζα και χολή
(3)
Και τα' παιρνα να μην λυπήσω τους ανθρώπους.
(4)
Και ήρθε- και χάμω- στα γόνατα έπεσα
και χωμάτινος βόλος έγινα
και μέσα μου κύλησα
και σε μια ανάσα της ψυχής μου
που είχε μείνει φεγγερή
- εκεί ακούμπησα-
κι έκλαιγα νερά. Νερά πολύ.
(5)
Κι όσο νερό έβγαλα
νερό δεν είχε για μένα
στέρεψα- λέπια- γοργόνα έγινα
κι ο άνθρωπος φοβήθηκε ακόμα πιο πολύ...
(19)
Το χρώμα μου
νύχτας βαθιάς μαβί
Εκείνο που παίρνει ο ουρανός
όταν μεγάλο βράχο δένει στο λαιμό
και σ' άραχλα νερά βουλιάζει το φεγγάρι
(20)
Η αφή μου
βελούδο φθαρμένο παλιό
με νεκρικές ανταύγιες τσαλακωμένο
Σε ηρωϊκές γιορτές
εξάρσεις βίας
και πορείες οργής παραφορεμένο
(21)
Ο ήχος μου συνέχεια
ανάμνηση δέντρου που φυλλορροεί
Στο χέρι μου "χτυπημένος" αετός
οικόσημο της μοναξιάς μου
Σε άλλους χάρτες
σημάδι μου ο Ερμής
Το μήνα των κερασιών. 1 Ιουλίου γεννημένη.
(23)
Ποτέ πια!...
Μοιρολογούν τα κύματα...
Για πάντα!
Μου ψιθυρίζει η θάλασσα...
Πάρτε τις λέξεις απο δω!
Και τα δυο τρόμο μου φέρνουν
Πονάει για μένα το νερό
και γω γι' αυτό
το ίδιο...
(33)
Ποιός είναι ο λόγος της ποίησης
που βγαίνει απ' το ποιώ
και που σημαίνει πράττω
Ζητάω την απάντηση
απ' τους ακινητοποιημένους
(34)
Τρομοκρατία: Εξουσιάζω δια της
βίας. Τρόμου.
Και τρομοκράτης τι θέλει να πεί;
Δε θέλω απάντηση απ' αυτούς που την επινοήσανε
Ζητάω απάντηση απ' τους λαχανιασμένους

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ 1