TO WORK

PRESENT

FUTURE

PAST

δουλεύω θα δουλέψω δούλεψα
δουλεύεις θα δουλέψεις δούλεψες
δουλεύει θα δουλέψει δούλεψε
δουλεύουμε
[or δουλεύομε]
θα δουλέψουμε
[or θα δουλέψομε]
δουλέψαμε
δουλεύετε θα δουλέψετε δουλέψατε
δουλεύουν(ε) θα δουλέψουν(ε) δούλεψαν
[or δουλέψαν(ε)]

1