TO WORK |
||
PRESENT |
FUTURE |
PAST |
δουλεύω | θα δουλέψω | δούλεψα |
δουλεύεις | θα δουλέψεις | δούλεψες |
δουλεύει | θα δουλέψει | δούλεψε |
δουλεύουμε [or δουλεύομε] |
θα δουλέψουμε [or θα δουλέψομε] |
δουλέψαμε |
δουλεύετε | θα δουλέψετε | δουλέψατε |
δουλεύουν(ε) | θα δουλέψουν(ε) | δούλεψαν [or δουλέψαν(ε)] |