TO WAIT

PRESENT

FUTURE

PAST

περιμένω θα περιμείνω περίμεινα
περιμένεις θα περιμείνεις περίμεινες
περιμένει θα περιμείνει περίμεινε
περιμένουμε
[or περιμένομε]
θα περιμείνουμε
[or θα περιμείνομε]
περιμείναμε
περιμένετε θα περιμείνετε περιμείνατε
περιμένουν(ε) θα περιμείνουν(ε) περίμειναν
[or περιμείναν(ε)]

1