TO UNDERSTAND

PRESENT

FUTURE

PAST

καταλαβαίνω θα καταλάβω κατάλαβα
καταλαβαίνεις θα καταλάβεις κατάλαβες
καταλαβαίνει θα καταλάβει κατάλαβε
καταλαβαίνουμε
[or καταλαβαίνομε]
θα καταλάβουμε
[or θα καταλάβομε]
καταλάβαμε
καταλαβαίνετε θα καταλάβετε καταλάβατε
καταλαβαίνουν(ε) θα καταλάβουν(ε) κατάλαβαν
[or καταλάβαν(ε)]

1