TO THINK

PRESENT

FUTURE

PAST

νομίζω θα νομίσω νόμισα
νομίζεις θα νομίσεις νόμισες
νομίζει θα νομίσει νόμισε
νομίζουμε
[or νομίζομε]
θα νομίσουμε
[or θα νομίζομε]
νομίσαμε
νομίζετε θα νομίσετε νομίσατε
νομίζουν(ε) θα νομίσουν(ε) νόμισαν
[or νομίσαν(ε)]

1