TO START

PRESENT

FUTURE

PAST

αρχίζω θα αρχίσω άρχισα
αρχίζεις θα αρχίσεις άρχισες
αρχίζει θα αρχίσει άρχισε
αρχίζουμε
[or αρχίζομε]
θα αρχίσουμε
[or θα αρχίζομε]
αρχίσαμε
αρχίζετε θα αρχίσετε αρχίσατε
αρχίζουν(ε) θα αρχίσουν(ε) άρχισαν
[or αρχίσαν(ε)]

1