TO SLEEP

PRESENT

FUTURE

PAST

κοιμάμαι
[or κοιμούμαι]
θα κοιμηθώ κοιμήθηκα
κοιμάσαι θα κοιμηθείς κοιμήθηκες
κοιμάται θα κοιμηθεί κοιμήθηκε
κοιμόμαστε
[or κοιμούμαστε]
θα κοιμηθούμε κοιμηθήκαμε
κοιμάστε
[or κοιμόσαστε]
θα κοιμηθείτε κοιμηθήκατε
κοιμούνται
[or κοιμόνται]
θα κοιμηθούν(ε) κοιμήθηκαν
[or κοιμηθήκαν(ε)]

1