TO OPEN

PRESENT

FUTURE

PAST

ανοίγω θα ανοίξω άνοιξα
ανοίγεις θα ανοίξεις άνοιξες
ανοίγει θα ανοίξει άνοιξε
ανοίγουμε
[or ανοίγομε]
θα ανοίξουμε
[or θα ανοίξομε]
ανοίξαμε
ανοίγετε θα ανοίξετε ανοίξατε
ανοίγουν(ε) θα ανοίξουν(ε) άνοιξαν
[or ανοίξαν(ε)]

1