TO MAKE

PRESENT

FUTURE

PAST

φτιάχνω θα φτιάξω έφτιαξα
φτιάχνεις θα φτιάξεις έφτιαξες
φτιάχνει θα φτιάξει έφτιαξε
φτιάχνουμε
[or φτιάχνομε]
θα φτιάξουμε
[or θα φτιάξομε]
φτιάξαμε
φτιάχνετε θα φτιάξετε φτιάξατε
φτιάχνουν(ε) θα φτιάξουν(ε) έφτιαξαν
[or φτιάξαν(ε)]

1