TO GO OUT

PRESENT

FUTURE

PAST

βγαίνω θα βγω
[or θά βγω]
βγήκα
βγαίνεις θα βγεις
[or θά βγεις]
βγήκες
βγαίνει θα βγει
[or θά βγει]
βγήκε
βγαίνουμε
[or  βγαίνομε]
θα βγούμε
[or θά βγουμε]
βγήκαμε
βγαίνετε θα βγείτε
[or θά βγετε]
βγήκατε
βγαίνουν(ε) θα βγουν
[or θα βγούνε or θά βγουν(ε)]
βγήκαν(ε)

1