TO FIND

PRESENT

FUTURE

PAST

βρίσκω θα βρω
[or θά βρω]
βρήκα
βρίσκεις θα βρεις
[or θά βρεις]
βρήκες
βρίσκει θα βρει
[or θά βρει]
βρήκε
βρίσκουμε
[or βρίσκομε]
θα βρούμε
[or θά βρουμε]
βρήκαμε
βρίσκετε θα βρείτε
[or θά βρετε]
βρήκατε
βρίσκουν(ε) θα βρουν
[or θα βρούνε or θά βρουν(ε)]
βρήκαν(ε)

1