TO EXIST

PRESENT

FUTURE

PAST

υπάρχω θα υπάρξω υπήρξα
υπάρχεις θα υπάρξεις υπήρξες
υπάρχει θα υπάρξει υπήρξε
υπάρχουμε
[or υπάρχομε]
θα υπάρξουμε
[or θα υπάρξομε]
υπήρξαμε
υπάρχετε θα υπάρξετε υπήρξατε
υπάρχουν(ε) θα υπάρξουν(ε) υπήρξαν(ε)

1