TO EXIST |
||
PRESENT |
FUTURE |
PAST |
υπάρχω | θα υπάρξω | υπήρξα |
υπάρχεις | θα υπάρξεις | υπήρξες |
υπάρχει | θα υπάρξει | υπήρξε |
υπάρχουμε [or υπάρχομε] |
θα υπάρξουμε [or θα υπάρξομε] |
υπήρξαμε |
υπάρχετε | θα υπάρξετε | υπήρξατε |
υπάρχουν(ε) | θα υπάρξουν(ε) | υπήρξαν(ε) |