TO DO

PRESENT

FUTURE

PAST

κάνω θα κάνω
[or θα κάμω]
έκανα
[or έκαμα]
κάνεις θα κάνεις
[or θα κάμεις]
έκανες
[or έκαμες]
κάνει θα κάνει
[or θα κάμει]
έκανε
[or έκαμε]
κάνουμε
[or κάνομε]
θα κάνουμε
[or θα κάμουμε]
κάναμε
[or κάμαμε]
κάνετε θα κάνετε
[or θα κάμετε]
κάνατε
[or κάματε]
κάνουν(ε) θα κάνουν(ε)
[or θα κάμουν(ε)]
έκαναν
[or έκαμαν or κάναν(ε) or κάμαν(ε)]

1