TO COUNT

PRESENT

FUTURE

PAST

μετράω
[or μετρώ]
θα μετρήσω μέτρησα
μετράς θα μετρήσεις μέτρησες
μετράει
[or μετρά]
θα μετρήσει μέτρησε
μετράμε
[or μετρούμε]
θα μετρήσουμε
[or μετρήσομε]
μετρήσαμε
μετράτε θα μετρήσετε μετρήσατε
μετράν(ε)
[or μετρούν(ε)]
θα μετρήσουν(ε) μέτρησαν
[or μετρήσαν(ε)]

1