TO COUNT |
||
PRESENT |
FUTURE |
PAST |
μετράω [or μετρώ] |
θα μετρήσω | μέτρησα |
μετράς | θα μετρήσεις | μέτρησες |
μετράει [or μετρά] |
θα μετρήσει | μέτρησε |
μετράμε [or μετρούμε] |
θα μετρήσουμε [or μετρήσομε] |
μετρήσαμε |
μετράτε | θα μετρήσετε | μετρήσατε |
μετράν(ε) [or μετρούν(ε)] |
θα μετρήσουν(ε) | μέτρησαν [or μετρήσαν(ε)] |