TO COME DOWN

PRESENT

FUTURE

PAST

κατεβαίνω θα κατέβο
[or θα κατεβώ]
κατέβηκα
κατεβαίνεις θα κατέβεις
[or θα κατεβείς]
κατέβηκες
κατεβαίνει θα κατέβει
[or θα κατεβεί]
κατέβηκε
κατεβαίνουμε
[or κατεβαίνομε]
θα κατέβουμε
[or θα κατέβομε or θα κατεβούμε]
κατεβήκαμε
κατεβαίνετε θα κατέβετε
[or θα κατεβείτε]
κατεβήκατε
κατεβαίνουν(ε) θα κατέβουν(ε)
[or θα κατεβούν(ε)]
κατέβηκαν
[or κατεβήκαν(ε)]

1