TO CLEAN

PRESENT

FUTURE

PAST

καθαρίζω θα καθαρίσω καθάρισα
καθαρίζεις θα καθαρίσεις καθάρισες
καθαρίζει θα καθαρίσει καθάρισε
καθαρίζουμε
[or καθαρίζομε]
θα καθαρίσουμε
[or θα καθαρίσομε]
καθαρίσαμε
καθαρίζετε θα καθαρίσετε καθαρίσατε
καθαρίζουν(ε) θα καθαρίσουν(ε) καθάρισαν
[or καθαρίσαν(ε)]

1