TO CHANGE

PRESENT

FUTURE

PAST

αλλάζω
[or αλλάσσω]
θα αλλάξω άλλαξα
αλλάζεις θα αλλάξεις άλλαξες
αλλάζει θα αλλάξει άλλαξε
αλλάζουμε
[or αλλάζομε]
θα αλλάξουμε
[or θα αλλάξομε]
αλλάξαμε
αλλάζετε θα αλλάξετε αλλάξατε
αλλάζουν(ε) θα αλλάξουν(ε) άλλαξαν
[or αλλάξαν(ε)]

1