TO BRING

PRESENT

FUTURE

PAST

φέρνω
[or φέρω]
θα φέρω έφερα
φέρνεις θα φέρεις έφερες
φέρνει θα φέρει έφερε
φέρνουμε
[or φέρνομε]
θα φέρουμε
[or θα φέρομε]
φέραμε
φέρνετε θα φέρετε φέρατε
φέρνουν(ε) θα φέρουν(ε) έφεραν
[or φέραν(ε)]

1