TO ANSWER

PRESENT

FUTURE

PAST

απαντάω
[or απαντώ]
θα απαντήσω απάντησα
απαντάς θα απαντήσεις απάντησες
απαντάει
[or απαντά]
θα απαντήσει απάντησε
απαντάμε
[or απαντούμε]
θα απαντήσουμε
[or θα απαντήσομε]
απαντήσαμε
απαντάτε θα απαντήσετε απαντήσατε
απαντάν(ε)
[or απαντούν(ε)]
θα απαντήσουν(ε) απάντησαν
[or απαντήσαν(ε)]

1