ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ

Κεφάλαιο Πρώτο
 

Του νου παλέστρα είναι αυτό το δωμάτιο
χωρίς εικόνα και ενοχές
υπάρχουν μόνο λέξεις νηπενθείς κ' ουτοπικές
και χίμαιρες λευκές οι σκέψεις
Σαν να αγγίζω τούτο το αόρατο μόρφωμα
η σκέψη μου αιχμαλωτίζεται σ' ένα  όνειρο άπιαστο
μια φαντασιοκοπία γεμάτη απο εκείνο
που ατέρμονα στο είναι μου αναζητώ
Η οπτική αλλάζει θέση στο αινιγματικό πρίσμα
η συνείδηση χαμογελά με ειρωνία στο παρόν
φθορά , απομόνωση, προδοσία με κυκλώνουν
μα η απόδραση είναι ανέφικτη θαρρώ
Ζωή μου σκοτεινή και ύπουλη
τι μου επιφυλάσεις;
Διώξε τούτη τη χίμαιρα όσο είναι καιρός
πριν η ανατροπή πάρει το τιμόνι σου
και βυθιστώ στο όμορφο σκοτάδι της...
 
 
 
 
 
 

\
 
 
 
 
 
 
 

Απόγνωση του εγώ
κατακερματισμός
αλυσοδεμένη σκέψη
σε αυτό που απρόσκλητα
βάζει το χάος στη ζωή σου
Αντιστάσεις στο μηδέν
παράδοση στο φώς
αυτό που είχες ξεχάσει
επέστρεψε
Τέλειωσε και το φως ήταν παρόν
μέσα στη σκέψη και τα χέρια
που παλεύουν με τις ερινύες
Μια σκέψη παράνοιας γεμίζει το δωμάτιο
σου ψυθιρίζει τα ξεχασμένα θέλω
Τι θέλω; Γιατί;
Μαύρα της ομίχλης πουλιά, απρόσιτα
απρόσωπα
πετάξτε κοντά μου
εκλιπαρώ...
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Ξύνω τις πληγές μου συνεχώς
κάπως πρέπει να απασχολείται
τούτο το άθλιο ξυράφι
Η σκιά μου μου ανήκει
και η σκέψη μου επίσης....
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Σε αναμονή ενός ήλιου
που θα ξεψυχήσει
πάνω στο αραχνοϊφαντο
της νύχτας πέπλο
Αργοπατώντας
θα σβύσει στο κενό
αποστρέφοντας το βλέμμα του
απο της γης το χτύπο
Θα μου θυμίσει
τα βράδυα μου τα παγωμένα
μέσα στις στάχτες
απο τσιγάρα θλιβερά
Έλα νύχτα
πλημμύρισέ με με το αίμα σου
στην αγκαλιά σου πάρε με
ας σβύσει ο ήλιος
μαζί με το τσιγάρο αυτό
Ανάσα σκάρτη πάψε πια
ποθεί αυτό το σώμα
να πετάξει ψηλά
μα κάτι εδώ στη γη
το δένει...
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Γερνάς μαζί με τους νεκρούς ποιητές
που αγάπησες
πεθαίνεις κάθε μέρα μέσα στα όνειρά σου
περιμένοντας την δική σου αποσύνθεση
κάτω απο την τρυφερή φωνή
της μητέρας
Σε σκοτώνουν κάθε μέρα
μα πιο πολύ τις νύχτες
καθώς δηλητηριάζεις εκείνους
που σ' αγάπησαν
Και είναι εκείνη η εικόνα του ήλιου
όταν δύει μέσα στη θάλασσα
που έμοιαζε με την ψυχή σου
εκείνη με το μαύρο φόρεμα
και τα ξυπόλυτα πόδια
που τα αγκάθια τα ματώνουν
Κενό βλέμμα
ημέρες σιωπής
καταδίκη
Έτσι όπως βγαίνει η ψυχή σου
σαν λυγμός απο το στόμα
ξυπνώντας απο ένα άσχημο όνειρο
για να μπορέσεις να κλάψεις...
 
 
 

Ο αγαπημένος μου αυτόχειρας
είναι επισκέπτης στα όνειρά μου
και σήμερα ήταν εκεί
Ο αγαπημένος μου αυτόχειρας
έμεινε για πάντα νέος
και το βλέμμα του πάντα παιδικό
Και ξέρω, πως ούτε στα όνειρά μου
δεν τον ορίζω
γιατί είναι άνεμος
όπως όταν ήταν στον κόσμο μας
Ο αγαπημένος μου αυτόχειρας
είναι ακόμα παιδί
τρέχω πίσω του να τον αγγίξω
μα δεν μ΄αφήνει
Ο αγαπημένος μου αυτόχειρας
κράτησε όλα τα μυστικά του
μέσα στο βλέμμα του το παιδικό
το κλειδωμένο βλέμμα
το παγωμένο βλέμμα
που εγώ ερωτεύτηκα
Και οι φίλοι του πια δεν μιλούν
γιατί μεγάλωσαν
έπαψαν να' χουν βλέμμα παιδικό
βορά έγιναν της βρώμικης πόλης
που τα όνειρα τα παιδικά
είναι η τροφή της...

Όλα τα τραίνα σταματούν σε εκείνο τον καταραμένο σταθμό
και αφήνουν κάτι απο εσένα εκεί
Μα φυσάει ένας άνεμος
που κάνει τα μάτια μου να δακρύζουν
και εγώ δεν θα ξαναπάω πια εκεί
Απλά
δεν μπορώ να βλέπω χαμογελαστες φωτογραφίες
πίσω απο αναμένα καντήλια.....
 
 
 

Κεφάλαιο Δεύτερο
 

... μα το σώμα μου
δεν αντέχει
και πέφτει πάλι στο κενό.
Στο κενό αυτό
που περικλείει
το τίποτα
η ένωση με το απόλυτο
μηδέν
και το βλέμμα
εκείνο
που τίποτα δεν ψελλίζει
φοβούμενο
την αρχή
το τέλος
την απώλεια
την συνήθεια
την ανάγκη
Και ίσως εκείνος
ο ήχος
ο παγωμένος
να μοιάζει με τον
δικό μου
Ίσως είναι η παγωνιά
εκείνη
μέσα στο άδειο
δωμάτιο
Ίσως αυτός ο ήχος
να θυμίζει
αυτό που είμαι
Τι χάθηκε
απο την παιδικότητα
ποιός το ξέρει άραγε ;
Υπέρβαση
Λές ;
Μπά.....

                                                                                Απλά μοναξιά φίλε.....
 
 
























.... και δεν είναι κανείς εδώ
για μένα
Όλα γύρω σιωπηλά
νεκρά
βουβά
κανείς για μένα
Σας έχω όλους
δολοφονήσει
με το περίστροφό μου
Μα η παρουσία σου
είναι εδώ
σαν οσμή
πλημμυρίζει το δωμάτιο
και αυτό το σώμα
που γίνεται ένα
με τη γή
ενώνεται
με το τίποτα
με το ποτέ
Απόλυτη παρακμή
Τα λόγια είναι κενά
καλύτερα να λείπουν
όταν γίνεται η θύμηση ένα
με τους θλιβερούς καπνούς
Σκοτάδι μου
είσαι ένα με μένα
το σώμα μου
σε περικλείει
Όχι
Ναι
Όχι
Ναι
Ποτέ
Πάντοτε
Ξανά
μέσα στο σώμα
αυτό που
αναγεννιέται
απο το απόλυτο
μηδέν ....
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες......

Μη κοιτάτε εδώ. Πρέπει να μείνω μόνη μου σας λέω. Όχι δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν. Κλείνω κύκλους. Έπειτα είναι και αυτοί οι περίεργοι καταληψίες. Μπαίνουν συνέχεια μέσα μου. Εκτοπίζουν ο ένας τον άλλο, δεν ξέρω, μπορεί και να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο. Όχι εμένα δεν με ρωτάνε. Τα έχουν βρεί όλα εκεί μέσα ξεχαρβαλωμένα και κάνουν ότι θέλουν. Γι αυτό και εγώ το έκανα. Δεν έφταιγα. Είχα καταλάβει ότι έπρεπε να μεσολαβήσει ο σωματικός πόνος. Κάπως έπρεπε να καλυφθεί ο άλλος. Αλλά δεν είχα εργαλείο. Και πως να ηρεμήσω τη σάρκα μου που έπρεπε να μεσολαβήσει ; Γι αυτό έκανα μεταποίηση. Γιατί έπειτα θα έκλεινε πιο γρήγορα εκείνος ο κύκλος. Είναι και άλλοι στη συνέχεια και πρέπει να βιαστώ λίγο. Είναι περίεργο. Ο ψυχικός πόνος είναι σαν ένα φοβερά κατασταλτικό ναρκωτικό. Νιώθω μια σωματική παράλυση, δεν μπορώ να περπατήσω. Σίγουρα. Όχι, μπορώ, αλλά πρέπει να κουραστώ. Και η αναπνοή είναι δύσκολη. Υπάρχει ένα μεγάλο βάρος στο σώμα, το οποίο επικεντρώνεται στο στήθος. Τα βλέφαρα των ματιών είναι πολύ βαριά. Βέβαια δεν χαρίζω τους χυμούς των ματιών μου. Εγώ μόνο πρέπει να τους βλέπω. Ναι, καποιες φορές παρατύπισα. Αλλά δεν είναι θέμα. Μόνο τον νόμο της βαρύτητας είχα υποσχεθεί ότι θα τηρώ. Οπότε δεν πειράζει. Μετά λοιπόν οι χυμοί στεγνώνουν. Τα βλέφαρα τους ρουφάνε αχόρταγα. Μετά γίνονται πολύ στεγνά. Στεγνά, στεγνά, το δέρμα φουσκώνει και τεντώνει. Πονάει κιόλας. Έχει κι αυτό τη σημασία του. Γιατί μετά έρχεται ένας ύπνος ακατανίκητος. Το σώμα πρέπει να ξεκουραστεί για να συνεχίσει. Όμως όχι πολύ. Όταν ξυπνάς είναι ότι πιο αφόρητο. Βλέπεις, όταν κοιμάσαι, νομίζεις, έχεις την αίσθηση ότι τούτος ο ψυχικός πόνος που σε έχει καταλύσει, είναι ένα όνειρο. Θα τελειώσει όταν ξυπνήσεις. Όμως ξυπνάς και η σκέψη αρχίζει πάλι να δουλεύει. Και ξανααντιλαμβάνεσαι ότι όλα όσα βιώνεις και νιώθεις είναι πραγματικότητα. Γι αυτό πρέπει να προκαλέσεις σωματικό πόνο, κατάλαβες ; Το σώμα μεσολαβεί. Μετά την έξοδο των σωματικών χυμών (αίμα, δάκρυ) το σώμα ανακουφίζεται. Νιώθεις το βάρος να φεύγει απο μέσα σου. Το βλέπεις να μεταμορφώνεται σε υγρό και να φεύγει απο σένα. Όταν σου μιλήσουν τότε θα ακούσουν κάτι που δεν θα μπορέσουν να το ερμηνεύσουν. Γιατί άλλωστε δικό σου είναι. Αλλά δεν θα καταλάβουν την ουσία του, δεν θα μπορέσουν να το αποκρυπτογραφήσουν. Γιατί έχουν την εξής ατέλεια : σκέφτονται λογικά. Υπάρχει και άλλο μυστικό που πρέπει να γνωρίζεις. Είναι το "πάγωμα". Όλες οι σωματικές και πνευματικές ενέργειές σου είναι σε πλήρη καταστολή. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Τίποτα απολύτως. Και να προσπαθήσεις θα τα παρατήσεις σύντομα. Έλλειψη συγκεντρωσης και συντονισμού είπες ; Όχι, σου είπα το λένε "πάγωμα". Τότε αρχίζεις πια να αντικρύζεις το κενό. Το κενό, το μηδέν, την ισοπέδωση. Είναι τότε που νιώθεις το βλέμμα σου και την σκέψη σου να καθηλώνεται σε ένα σημείο. Εκείνο το σημείο είναι κατανοητό και ορατό μόνο σε σένα .... Καληνύχτα.
 
 

ΠΟΣΟ ΑΚΟΜΑ ;;;;;;;;;;;
 
 

ΚΥΚΛΟΙ

Βουλιάζω
μέσα στη σιωπή της σιωπής
καθώς η νύχτα γνέφει ψέματα και όνειρα
και τα τσιγάρα τα θλιβερά
μοναξιά αναπνέουν
Παραλύοντας
Διαλύοντας
Παγιδεύοντας
Καθώς η ισορροπία μου αποκοιμίζεται
παλεύοντας
με σκέψεις ανεξήγητες
και βλέμματα κενά
τον πόνο αναζητά
Εκλιπαρεί
αρνήται
Αρνήται
Αντιστέκεται
Παλεύει
Σ'αυτή την άνιση μάχη
ο άνθρωπος θα βιώσει
την ήττα.
Γιατί
σαν την σελήνη
για λίγο μόνο
είμαστε ολόκληροι
μόνο για λίγο
τόσο φωτεινοί
Και αβάσταχτο είναι
για τόσο λίγο μόνο το φώς μας
μέσα στο μεγαλείο του
να ορθώνεται.
Γιατί
σαν την σελήνη
δεν είμαστε παρά
ένας μικρός πλανήτης
μέσα σε ένα
χαώδες σύμπαν
και έτσι κύκλους μόνο κάνουμε
μέσα σ' αυτό
Και αβάσταχτο είναι
που πρέπει πάντα
ολόγιομοι να είμαστε
αναμένοντας την ολική μας

                                                                                     έκλειψη.....
 
 


















Ab imo pectore
(Εκ βαθέων)

"Στις έναστρες ερωτήσεις του ουρανού
να απαντήσει το δικό μας όνειρο
με ένα μόνο κλειδί
με μια μόνη πόρτα
κλεισμένη απο τη σκιά....."

RABLO NERUDA

Συρματοπλέγματα ριζώνουν γύρω απο τις υπάρξεις μας
μας στραγγαλίζουν νύχτα σαν αθώα βρέφη
μας λοιδορούν καθώς χάνουμε την πνοή μας
πέφτουμε σε σκοτεινές χαράδρες απομόνωσης
 

Σαν γης αναπνοή
σαν άστρου άγγιγμα
γλιστρώντας στο άβατόν μου
άθικτη είμαι
            στις έναστρες ερωτήσεις του ουρανού......
 
 
 
 
 
 
 
 
 

ΩΔΗ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ

Μαύρο, μαύρο του πόνου
του έρωτα μαύρο
μαύρο του θανάτου.
Της πύλης της κλειστής φρουρέ
της νύχτας μαύρο σιωπηλό

Με το φεγγάρι ενώνεσαι
επάνω μου κυλάς και τα φιλιά σου
χαράζουν σαν μαχαίρι τα παιδιά σου
ειρωνικά χαμογελάς και με τυλίγεις
πέπλο σιωπής

Μαύρο, μαύρο σαν αίμα
σαν την αγάπη ψεύτικο
μαύρο βαθύ
Του τίποτα πατέρα
αγάπης ουρλιαχτό
μαύρο, φοβισμένο

Μιας ενοχής, αιώνιας σιωπής
κλειδί της ευτυχίας
πηγή ανυπαρξίας
ανάσα παρακμής

Φοβάμαι όταν μυρίζω το άρωμά σου
Φοβάμαι που είμαι η σκιά σου
Μέσα στους δρόμους χάνομαι
και αφήνομαι
Ένα με το σκοτάδι γίνομαι
    της θλίψης ερωμένη....
 
 
 
 

"Κι ίσως τα δέντρα στάθηκαν μαντεύοντας το άσκοπο του δρόμου...."

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
 
 

Πώς φως στο αίμα πνίγεσαι
πως γίνεσαι χαμός
νεογέννητο βρέφος που κλαίει
Πως φως στη μοναξιά χάνεσαι
πως γίνεσαι κενό
σιωπηλός ήχος ντροπής
Σιωπή...
Στις ανόητες ταλαντεύσεις μας αγωνιώντας
βουλιάζουμε
καθώς το κύμα μετράει τις θύελλές μας
Ανέμελοι
και μόνοι
σε ένα ακόμα ταξίδι μας...
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Θα επιστρέψω πάλι
Θα έχω το χρώμα τούτο
που φοβάμαι
Μεταλλάσομαι - άβυσσος
ακροβατώντας στο κενό

Θα επιστρέψω πάλι
Δεν θα προλάβεις να με κάψεις
Ντύνομαι ορμή - ντύνομαι οργή
Αδεια απο οίκτο - άδεια απο μάτια
Στροβιλίζομαι στο χάος μου

Ντύνομαι μαύρο
Γδύνομαι τέλος
Θα επιστρέψω πάλι
στην δική μου
αέναη αυτοκαταστροφή
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Κάπου εκεί που τελειώνει ο δρόμος, δίπλα στις γραμμές, κοντά στη στάση Μοσχάτο.....




Πάντα η ίδια διαδρομή. Πάντα η ίδια σκέψη καθώς κοιτάω έξω απο το παράθυρο, καθώς το βλέμμα μου ανήσυχο ψάχνει να αντικρύσει το λευκό κουτάκι με το σταυρό, καθώς το τρένο τρέχει και εγώ φοβάμαι μήπως η ταχύτητα εμποδίσει το βλέμμα μου να το δεί, μα είναι πάντα εκεί, ευτυχώς, είναι εκεί, το βλέπω, για δευτερόλεπτα μόνο.... Τι απόμεινε πια αγοράκι, μόνο ένα λευκό κουτάκι με ένα σταυρό και την φωτογραφία σου μέσα, εκείνη την φωτογραφία με το μελαγχολικό βλέμμα και το ανεπαίσθητο σφίξιμο στα χείλη, έτσι σε θυμάμαι κι εγώ, αλλά ήσουν γλυκός όταν χαμογελούσες ρε γαμότο, αλλά ποτέ δεν μιλούσες πολύ και πάλευα να σε καταλάβω, να αγγίξω την ψυχή σου, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ και απο τότε φαίνεται πως με συνεπαίρνουν τα αγόρια που δεν μιλούν πολύ, μα ξέρω ότι αυτό δεν μου αρέσει, γιατί δεν μπορώ να τους καταλάβω, αλλά μου θυμίζουν την ψύχρα σου φαίνεται... Και ήρθα σπίτι και το στυλό έτρεχε σαν μανιακό πάνω στο χαρτί, ήθελα να γράψω για σένα, γιατί όμως, πέρασαν τόσα χρόνια και δεν είμαστε 17 χρονών και δεν είμαστε παιδιά. Γιατί ασχολούμαι ακόμα με την εφηβική σου αυτοχειρία, νόμιζα ότι την είχα ξεχάσει, όχι δεν την είχα ξεχάσει, αλλά πέθανα τόσες φορές που ξέχασα τον δικό σου θάνατο και τον πόνο μου, αν ζούσες σήμερα δεν θα με αναγνώριζες, εκείνο το κοριτσάκι δεν είναι πια εκείνο που ήξερες, ποιά αθωότητα φίλε, δεν υπάρχει τέτοια λέξη στο δικό μου λεξικό. Όχι δεν βλέπω πια κανένα γνωστό, εσύ βλέπεις εκεί που είσαι; Όχι δεν ξέρω αν σε θυμούνται καμμιά φορά στην παρέα, εγώ σε θυμάμαι, δεν ξέρω αν σε ενδιαφέρει αυτό, δεν ξέρω τίποτα, όχι φυσικά και δεν έχει σημασία, φυσικά. Κανείς δεν μπόρεσε να απαντήσει το "γιατί", ούτε και ο Τάκης ακόμα, που να είναι ο Τάκης άραγε, εμένα δεν μου έδειξαν ποτέ το γράμμα σου, ο Τάκης το διάβασε, αλλά ποτέ δεν μου είπε τι έγραφε, αλλά τι σημασία έχει το "γιατί" σε μια τετελεσμένη πράξη; Απλά εσύ διάλεξες την μια και τελειωτική αυτοκτονία, εμείς οι υπόλοιποι αυτοκτονούμε πολλαπλά και διαρκώς, κάθε μέρα, κάθε στιγμή, το βλέπω, αλλά τώρα δεν κλαίω πια, έχουν στεγνώσει τα δάκρυα, το σώμα λιώνει μέσα στο φέρετρο, όπως και η μνήμη μέσα στα κεφάλια μας. Αλλά θυμάμαι πως έκλαιγα πολύ τότε, μερικοί φοβήθηκαν πολύ, απο την κηδεία δεν θυμάμαι τίποτα, δεν έβλεπα, μόνο έκλαιγα και όταν ήρθε η σειρά μου να φιλήσω το φέρετρο έπεσα πάνω του και γραπώθηκα, που να ξεκολλήσω, αλλά με τράβηξαν. Και ήθελα να σε φίλαγα, όχι αυτό το κρύο ξύλο ρε γαμότο, αλλά το πρόσωπό σου, αλλά το φέρετρο ήταν κλειστό, γιατί το τρένο όταν σε χτυπάει σου χαλάει κάπως την αισθητική, τι να πω. Εγώ όμως ήθελα να σε φιλούσα και μάλιστα στα χείλη και δεν θα μπορούσες πια να με εμποδίσεις, δεν θα μπορούσες γιατί ήσουν νεκρός και οι νεκροί δεν μπορούν να απορρίψουν ένα ερωτευμένο κοριτσάκι, μπορούν; Άραγε πως θα ήσουν εκeί μέσα, σίγουρα δεν θα ήσουν σαν την αδερφή μου, εκείνη την φίλησα, ήταν πανέμορφη και πολύ λευκή, είχε τα μάτια κλειστά και ήταν πολύ παγωμένη και λευκή, πολύ λευκή και άκαμπτη, μέσα στο λευκό φόρεμα σαν νύφη, ήταν στην ηλικία σου, αλλά δεν έκλαψα πολύ και η μητέρα όταν πέθανες θύμωσε γιατί λέει έκλαψα για σένα περισσότερο απο ότι για την αδερφή μου, δεν ξέρω δεν έκανα μέτρηση, τι ηλίθιοι που είναι μερικές φορές οι άνθρωποι, πως να διαβάσει κανείς την ψυχή μου, μόνο ένας τα κατάφερε, αλλά αυτόν τον δολοφόνησα μετά απο χρόνια και έφυγα μακριά, η ζωή μας είναι γεμάτη αυτοκτονίες, γι αυτό δεν κλαίω πια για την δική σου αυτοκτονία. Η ζωή μας είναι γεμάτη απο φαντάσματα του παρελθόντος και μέσα στην περιπλάνησή μας έρχονται και φεύγουν διαρκώς, όλοι έρχονται και φεύγουν, σώματα περαστικά, τίποτα δεν έρχεται για να μείνει, όπως και αυτές οι σκέψεις που τώρα αποτυπώνω στο χαρτί, έρχονται και φεύγουν, έρχομαι και φεύγω και κατάλαβαν όλοι τους ότι δεν μπορώ να λέω ψέματα, αλλά δεν κατάλαβαν τίποτε άλλο.....
 
 



























"Ναι. Αλήθεια είναι
πως τώρα τα γραφτά μου αυτόματη γραφή
τα διαβάζουνε με την αφή
και τις κουβέντες μου αποκωδικοποιούν
μόνο οι πεθαμένοι.
Να' ρθεις να με βρείς παντού έτσι κι αλλιώς ματωμένη
....................................................................................
πόσος καιρός πέρασε μέχρι να γίνω νιφάδα χιονιού και στην άσφαλτο να λιώσω;"

Κατερίνα Γώγου
 
 
 
 

Η σιωπή δεν είναι ήχος.
Το μαύρο δεν είναι χρώμα.
Εγώ δεν είμαι βιβλίο.
Της σιωπής την ευγλωτία αφουγκράσου...
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Εξατμίστηκα
έγινα βουβός  υδρατμός
έγινα θρόυσμα των δέντρων
λυγμός
Διέγραψα ιστορίες
αιώνων
διέσχισα την πόλη
άδεια
σε ένα ταξίδι
προσμονής
Το άγγιγμα της αναπνοής του φεγγαριού
έγινα
αποδημητικού πουλιού
πέταγμα
κι αλμύρα πάνω στους πέτρινους βράχους
    Κρεμάστηκα απο δέντρων
ρίζες
Αφομοιώθηκα απο τον αμίλητο
αέρα
έγινα το αστέρι που ποτέ
δεν θα πέσει
μην γίνει η ευχή
Πέταξα εκείνα τα φτερά
μέσα στον τελευταίο
ήχο του πνιγηρού
λυγμού....
 
 
 
 
 
 
 

Κ.

Στους ψίθυρους μιας νύχτας η αναπνοή
έγειρε το κεφάλι κι έδεσε
τα μάτια της μες την ατέλειωτη φυγή
κι έγινε ο ήχος της σιωπής

Και το κεφάλι έγειρε
κι αγκάλιασε τη νύχτα
και σε σκιά ναυάγησε
και έγινε σκουριά

Απούσα διαδρομή διαβαίνει
περίγραμμα χαράζει στη σκιά
στο τέλος της γαλήνης ανασαίνει
αιρετικό βιβλίο σε πυρά

Κι όπως οι φλόγες νανουρίζουν με σπασμούς
το σώμα αυτό που θέλει να αναπνέει
αναρριγούν οι τρυφερές αρθρώσεις του θεριού
κοιτώντας προς την στάχτη.......
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Πάνω σε αδιάφορα μαχαίρια και ολόλευκα κελιά
ατέλειωτες οι νύχτες μετράνε τις ρωγμές
και ποταμοί απόγνωσης αδειάζουν
μέσα στο πέλαγος μιας χώρας μακρινής
αθώα βρέφη στραγγαλίζοντας
και επιστέφουν πάλι.

Σαν άτοπη περιγραφή σκοντάφτω
σε πένθιμες περιγραφές υπάρχω
μέσα απο χαραμάδες αναδύομαι
φέγγω σαν κόκκινο φώς....
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Είμαστε χώμα ξερό και άνυδρο
Σκουλίκια σαρκοφάγα
Στραγγαλιστές βρεφών.
Ναι είμαστε.
Μέσα στους βόθρους μας
ηδονικά
κυλιόμαστε
Τρεφόμαστε με τα ειδυλιακά μικρά μας κόπρανα
αγαλλιασμένοι γλύφουμε
ο ένας του άλλου τις πληγές
μαζί με πύον
και ξεραμένο αίμα
Με δύσοσμα  αέρια
με δύσοσμα υγρά
Ζούμε!
Ζούμε!
Γλύφοντας εντυπώσεις ......
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Οι πεινασμένοι αρουραίοι καταφθάνουν
Άνθρωποι αδύναμοι όλο και πιο πολύ
Άνθρωποι ένοχοι και στυγνοί
Του μαρασμού τα ανδρείκελα
Και πάλι ανατέλλουν.
Σπίτια ερείπια
Τζάμια σπασμένα
Δοκάρια που χάσκουν
Ερημιά, εγκατάλειψη, καταστροφή.
Εμπρός νύχτα, εμπρός σκοτάδι
Λεηλάτησε το μικρό μου βρέφος
Για να μείνω εγώ μόνο
Εγώ μισάνθρωπος
Εγώ φοβισμένο κοχύλι
Εγώ της νύχτας πανικός
Εγώ ανελέητος βιασμός
Εγώ ξεσκισμένα σωθικά
Εγώ εξαρθρωμένο μέλος
Εγώ τυφλή ανατολή
Πλαστές χαρές καθρεφτίζονται
Σε διάφανα μπουκάλια
Και οι αρουραίοι σκούζουν πεινασμένοι πλησιάζοντας τα μάτια μου
«ΌΧΙ! ΌΧΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΜΑΤΙΑ!
ΌΧΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΜΑΤΙΑ!
ΌΧΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΜΑΤΙΑ!
ΌΧΙ!»
Σημάδια απο ατσάλι
Εκσπερμάτωσης βάπτιση
Σιδερόβεργα με είσοδο τον πρωκτό
Και έξοδο το στόμα
Εμπρός νύχτα, εμπρός σκοτάδι
Λεηλάτησε το μικρό μου βρέφος
Για να μείνω εγώ μόνο
Εγώ μισάνθρωπος
Εγώ στεγνή
Εγώ άνυδρη
Εγώ άδειες κόχες ματιών
Εγώ φαγωμένα μάτια
Εγώ ουρλιαχτό χωρίς φωνή
Εγώ μειδίασμα
Πλαστές χαρές καθρεφτίζονται
Σε διάφανα μπουκάλια
Και οι αρουραίοι σκούζουν πεινασμένοι πλησιάζοντας τα μάτια μου
«ΌΧΙ! ΌΧΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΜΑΤΙΑ!
ΌΧΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΜΑΤΙΑ!
ΌΧΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΜΑΤΙΑ!
ΌΧΙ!»














1