Ανέβηκα ακολουθώντας τη μαυροντυμένη ράχη
του δόκτορα Γκόρντον. Κάτω στο σαλόνι είχα προσπαθήσει να τον ρωτήσω τι
ακριβώς ήταν η θεραπεία με ηλεκτροσόκ, όταν όμως άνοιξα το στόμα μου δε
βγήκε λέξη, μόνο τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και καρφώθηκαν στο γνώριμο
χαμογελαστό πρόσωπο που ταλαντευόταν μπροστά μου σαν πιάτο γεμάτο υποσχέσεις,
(...)
Ξάπλωσα στο κρεβάτι.
Η αλλήθωρη νοσοκόμα ξαναγύρισε. Μου έβγαλε
το ρολόι και το έριξε στην τσέπη της. Ύστερα άρχισε να μου βγάζει τα τσιμπιδάκια
απο τα μαλλιά.
Ο δόκτορ Γκόρντον ξεκλείδωσε την ντουλάπα.
Τράβηξε έξω ένα τραπέζι με ροδάκια με ένα μηχάνημα πάνω του και το έφερε
πίσω απο το κεφάλι του κρεβατιού. Η νοσοκόμα άρχισε να τρίβει τους κροτάφους
μου με μια αλοιφή που βρόμαγε.
Καθώς έσκυψε πάνω μου για να φτάσει το
μέρος του κεφαλιού μου που βρισκόταν προς τον τοίχο, τα χοντρά στήθη της
σκέπασαν το πρόσωπό μου σαν σύννεφο ή μαξιλάρι. Η σάρκα της ανάδινε μια
ακαθόριστη μυρωδιά φαρμάκου.
«Μην ανησυχείτε», μου είπε με ένα πλατύ
χαμόγελο η νοσοκόμα, « όλοι την πρώτη φορά πεθαίνουν απο το φόβο τους».
Προσπάθησα να χαμογελάσω, όμως το δέρμα
μου είχε γίνει σκληρό σαν περγαμηνή.
Ο δόκτορ Γκόρντον εφάρμοσε δυο μεταλλικές
πλάκες σε κάθε πλευρά του κεφαλιού μου. Τις στερέωσε στη θέση τους με ένα
λουρί που πίεζε το μέτωπό μου και έβαλε ένα σύρμα ανάμεσα στα δόντια μου.
Έκλεισα τα μάτια.
Έγινε απόλυτη ησυχία, θαρρείς και όλοι
κρατούσαν την αναπνοή τους.
Ύστερα κάτι έπεσε πάνω μου, με άρπαξε και
με τράνταξε σαν να έχει έρθει η συντέλεια του κόσμου. Ίιιιιιιι, στρίγκλιζε
μες τον αέρα που άστραφτε με ένα γαλάζιο φως και με κάθε αστραπή, μια τρομερή
δόνηση με συγκλόνιζε, μέχρι που φοβήθηκα ότι τα κόκκαλά μου θα έσπαζαν
και η λέμφος θα κυλούσε προς τα έξω, σαν φυτό που το τσάκισαν στα δυο.
Αναρωτιόμουν σε τι τρομερό αμάρτημα είχα
πέσει.
(...)
Οι κόμποι στα χέρια της μητέρας μου ήταν
άσπροι σαν κόκαλα, λες και είχαν βγει έξω απο το δέρμα όση ώρα περίμενε.
Κοίταξε το δόκτορα Γκόρντον πίσω μου κι αυτός πρέπει να της έγνεψε ή να
της χαμογέλασε, γιατί το πρόσωπό της ηρέμησε.
«Λίγο ηλεκτροσόκ ακόμη, δεσποινίς Γκρίνγουντ»,
άκουσα τη φωνή του δόκτορα Γκόρντον, « και πιστεύω ότι θα νιώσετε πολύ
καλύτερα.»
Η κοπέλα καθόταν ακόμα στο σκαμνί του πιάνου,
η σκισμένη παρτιτούρα ήταν πεσμένη στα πόδια της σαν νεκρό πουλί. Με κοίταζε,
την κοίταξα κι εγώ. Τα μάτια της στένεψαν, έβγαλε τη γλώσσα.
Ο δόκτορ Γκόρντον συνόδευσε τη μητέρα μου
μέχρι την πόρτα. Έμεινα λίγο πίσω κι όταν γύρισαν τις πλάτες τους γύρισα
στην κοπέλα και της κούνησα τα αφτιά μου κοροϊδευτικά με τα χέρια. Μάζεψε
τη γλώσσα της και το πρόσωπό της έγινε σκληρό σαν πέτρα.
Βγήκα στον ήλιο.
(...)
Έψαξα στην τσάντα μου, ανάμεσα στα κομματάκια
χαρτιού, την πουδριέρα, τις φλύδες απο τα φυστίκια, τα ψιλά και το μπλέ
κουτί με τα δεκαεννιά ξυραφάκια ζιλέτ, μέχρις ότου βρήκα τη φωτογραφία
που είχα βγάλει εκείνο το απόγευμα στο κιόσκι με τις πορτοκαλιές και άσπρες
ρίγες.
Την έβαλα δίπλα στη μουτζουρωμένη φωτογραφία
της νεκρής κοπέλας. Ταίριαζε, στόμα με στόμα, μύτη με μύτη. Το μόνο που
διέφερε ήταν τα μάτια. Τα μάτια στη δική μου φωτογραφία ήταν ανοιχτά, ενώ
τα μάτια στη φωτογραφία της εφημερίδας ήταν κλειστά. Όμως ήξερα ότι αν
γινόταν να ανοίξω τα βλέφαρα της νεκρής κοπέλας, τα μάτια της θα με κοίταζαν
με το ίδιο νεκρό, σκοτεινό και άδειο βλέμμα που είχαν τα μάτια στη δική
μου φωτογραφία.
Έχωσα πάλι τη φωτογραφία στο τσαντάκι μου.
«Θα μείνω εδώ, καθισμένη σε αυτό το παγκάκι
στον ήλιο, ακόμη πέντε λεπτά με το ρολόι εκείνου του κτιρίου στο βάθος»,
είπα μέσα μου, «κι ύστερα θα πάω κάπου και θα το κάνω.»
Κάλεσα το μικρό εσωτερικό μου χορό.
Δε σ’ ενδιαφέρει η δουλειά σου, Εστέρ;
Ξέρεις Εστέρ είσαι το πρότυπο της νευρωτικής.
Δεν θα φτάσεις πουθενά έτσι, δεν θα φτάσεις πουθενά, δε θα φτάσεις πουθενά.
Κάποτε, μια ζεστή καλοκαιριάτικη νύχτα,
είχα περάσει μια ώρα φιλώντας ένα φοιτητή του Γέιλ μαλλιαρό σαν πίθηκο,
γιατί τον λυπόμουν που ήταν τόσο άσχημος.
Όταν τέλειωσα, είπε : «Σε πέτυχα μωρό μου.
Στα σαράντα σου, θα παριστάνεις τη σεμνότυφη.»
Επίπλαστον, έγραφε πάνω σε ένα διήγημά
μου με τίτλο «το μεγάλο σαββατοκύριακο» ο καθηγητής μου.
Δεν ήξερα τι σήμαινε η λέξη επίπλαστον
και άνοιξα το λεξικό.
Επίπλαστος, προσποιητός, ψεύτικος.
Δεν θα φτάσεις πουθενά έτσι.
Είχα να κοιμηθώ είκοσι μια νύχτες. Σκεφτόμουν
ότι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν η σκιά, τα χιλιάδες σχήματα και
αδιέξοδα της σκιάς. Σκιά υπήρχε στα συρτάρια των γραφείων, στις ντουλάπες
και στις βαλίτσες, σκιά κάτω απο τα σπίτια, τα δέντρα και τις πέτρες, σκιά
πίσω απο τα βλέμματα και τα χαμόγελα των ανθρώπων, σκιά χιλιόμετρα σκιάς
στο μέρος της γης όπου βασίλευε η νύχτα.
Κοίταξα το λευκοπλάστη, χρώμα κρεατί, που
σχημάτιζε ένα σταυρό στο εσωτερικό της δεξιάς μου γάμπας.
Εκείνο το πρωι είχα κάνει μια αρχή.
Είχα κλειστεί στο μπάνιο, είχα γεμίσει
την μπανιέρα ζεστό νερό και είχα πάρει ένα ξυραφάκι ζιλέτ απο το κουτί.
Όταν ρώτησαν κάποιο αρχαίο φιλόσοφο ή κάτι
τέτοιο πως θα ήθελε να πεθάνει, απάντησε πως θα έκοβε τις φλέβες του μέσα
σε μια μπανιέρα με ζεστό νερό. Σκέφτηκα ότι θα ήταν εύκολο, θα ξάπλωνα
στην μπανιέρα και θα κοίταζα το κόκκινο νερό, μέχρι που θα βυθιζόμουν στον
ύπνο κάτω απο ένα κύμα πορφυρό σαν παπαρούνα.
Όμως, όταν ήρθε η στιγμή να το κάνω, το
δέρμα του καρπού μου φάνταζε τόσο άσπρο και ανυπεράσπιστο που δεν μπόρεσα.
Μου φάνηκε ότι εκείνο που ήθελα να σκοτώσω δε βρισκόταν σε αυτό το δέρμα
ή στη λεπτή γαλάζια φλέβα που παλλόταν κάτω απο τον αντίχειρά μου, αλλά
κάπου αλλού, σε κάτι πιο βαθύ, πιο κρυφό, που μου ήταν πολύ δύσκολο να
το φτάσω.
Χρειαζόταν δυο κινήσεις. Πρώτα ο ένας καρπός,
ύστερα ο άλλος. Τρείς κινήσεις, αν υπολόγιζες και τη μεταφορά του ξυραφιού
απο το ένα χέρι στο άλλο. Ύστερα έπρεπε να μπω στη μπανιέρα και να ξαπλώσω.
Στάθηκα στο ντουλαπάκι με τα φάρμακα. Αν
κοίταζα τον καθρέφτη την ώρα που θα το έκανα, θα ήταν σαν να έβλεπα κάποιαν
άλλη σε ένα βιβλίο ή στο θέατρο.
Όμως το πρόσωπο στον καθρέφτη είχε παραλύσει
και έμοιαζε πολύ ηλίθιο για να κάνει οτιδήποτε.
Τότε σκέφτηκα ότι ίσως θα έπρεπε να βγάλω
λίγο αίμα για να συνηθίσω στην ιδέα, κάθισα λοιπόν, στην άκρη της μπανιέρας
και σταύρωσα τα πόδια μου έτσι που ο δεξιός αστράγαλος να ακουμπάει λοξά
πάνω στο αριστερό μου γόνατο. Ύστερα σήκωσα το δεξί μου χέρι που κρατούσε
το ξυράφι και το άφησα να πέσει με όλο του το βάρος σαν λαιμητόμος, στο
εσωτερικό της γάμπας.
Δεν ένοιωσα τίποτα. Μετά ένοιωσα μια μικρή,
βαθιά ανατριχίλα και στα χείλη της τομής σχηματίστηκε μια κόκκινη γραμμή.
Το αίμα μαζεύτηκε σκούρο σαν καρπός και κύλησε απο τον αστραγαλό μου στο
μαύρο μου λουστρινένιο παπούτσι. Σκέφτηκα τότε να μπω την μπανιέρα. Όμως
κατάλαβα ότι είχα περάσει όλο το πρωϊνό χασομερώντας και η μητέρα μου θα
γύριζε σπίτι και θα με ανακάλυπτε πριν τελειώσω.
Έβαλα λοιπόν ένα λευκοπλάστη στο τραύμα,
ξαναμάζεψα τα ξυραφάκια και πήρα το λεωφορείο των 11.30 για τη Βοστόνη.
(...)
Εκείνο το πρωϊ είχα προσπαθήσει να κρεμαστώ.
Μόλις η μαμά έφυγε για τη δουλειά, πήρα το μεταξωτό κορδόνι απο το κίτρινο
μπουρνούζι της και μέσα στην κεχριμπαρένια σκιά της κρεβατοκάμαρας, έφτιαξα
μια θηλιά που ανοιγόκλεινε. Έκανα κάμποση ώρα να τα καταφέρω, γιατί δεν
ήξερα να δένω κόμπους και δεν είχα ιδέα πως να τη στερεώσω.
Ύστερα έψαξα ένα μέρος για να κρεμάσω το
σκοινί. Το πρόβλημα ήταν ότι το σπίτι μας δεν είχε βολικό ταβάνι. Ήταν
χαμηλό, άσπρο, με λείο σοβά, χωρίς ούτε μια προεξοχή, ούτε ένα ξύλινο δοκάρι.
(...) Αφού τριγύρισα κάμποση ώρα αποκαρδιωμένη, με το μεταξωτό κορδόνι
να κρέμεται στο λαιμό μου σαν ουρά κίτρινης γάτας, χωρίς να βρίσκω που
να το κρεμάσω, κάθισα στην άκρη του κρεβατιού της μαμάς και προσπάθησα
να σφίξω τη θηλιά.
Κάθε φορά όμως που έσφιγγα το κορδόνι,
ένοιωθα τα αφτιά μου να βουϊζουν και το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου
και τότε τα χέρια μου χαλάρωναν το σφίξιμο και συνερχόμουν.
Κατάλαβα ότι το σώμα μου χρησιμοποιούσε
ένα σωρό τεχνάσματα, όπως αυτό με τα χέρια μου που ατονούσαν στην κρίσιμη
στιγμή, κι έτσι σωζόταν πάντοτε ενώ, αν κατάφερνα να κυριαρχήσω πάνω του,
θα πέθαινα αστραπιαία.
Θα έπρεπε να του στήσω απλά μια ενέδρα
με όσο μυαλό μου είχε απομείνει, αλλιώς το σώμα μου θα με κρατούσε παγιδευμένη,
χωρίς νοημοσύνη, μες το ηλίθιο κλουβί του για καμιά πενηνταριά χρόνια.
Κι όταν ο κόσμος θα καταλάβαινε ότι είχα χάσει τα μυαλά μου, πράγμα που
αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε, παρ’ όλες τις προφυλάξεις της μαμάς, τότε
θα την έπειθαν να με κλείσει στο ψυχιατρείο για να γιατρευτώ. Μόνο που
η περίπτωσή μου δεν έπαιρνε γιατρειά.
Είχα αγοράσει μερικά βιβλία για την ψυχολογία
των απροσάρμοστων και συνέκρινα τα συμπτώματά μου με τα συμπτώματα στο
βιβλίο, συνέπιπταν σχεδόν πάντοτε με τις πιο απελπιστικές περιπτώσεις.
Τα μόνα βιβλία που κατάφερνα να διαβάσω,
εκτός απο σκανδαλοθηρικά περιοδικά, ήταν αυτά τα ψυχιατρικά βιβλία. Ήταν
σαν να είχε απομείνει κάποιο μικρό άνοιγμα στο κεφάλι μου για να μπορέσω
να μάθω όλα όσα έπρεπε να γνωρίζω γύρω απο την περίπτωσή μου, ώστε να την
κλείσω με το σωστό τρόπο.
Ύστερα απο το φιάσκο του απαγχονισμού,
αναρωτιόμουν μήπως έπρεπε να τα παρατήσω και να παραδοθώ στους γιατρούς,
τότε όμως θυμόμουν το δόκτορα Γκόρντον και τη μηχανή του για ηλεκτροσόκ.
Έτσι και με έκλειναν μέσα, θα μπορούσε να τη χρησιμοποιεί συνέχεια πάνω
μου.
Η μητέρα μου, ο αδερφός μου και οι φίλοι,
σκεφτόμουν, θα έρχονταν να με δουν κάθε μέρα, ελπίζοντας ότι θα καλυτέρευα.
Ύστερα οι επισκέψεις τους θα αραίωναν και θα έπαυαν να ελπίζουν. Θα γερνούσαν.
Θα με ξέχναγαν.
Κι επιπλέον, θα καταστρέφονταν οικονομικά.
Στην προσπάθειά τους να μου εξασφαλίσουν
την καλύτερη θεραπεία, θα σκόρπιζαν τα λεφτά τους σε καμιά ιδιωτική κλινική
σαν εκείνη του δόκτορα Γκόρντον. Στο τέλος, όταν τα λεφτά θα τελείωναν,
θα με μετέφεραν σε κάποιο κρατικό ψυχιατρείο με εκατοντάδες ανθρώπους σαν
και μένα και θα με έκλειναν σε ένα μεγάλο κελί στο υπόγειο.
Όσο πιο απελπιστική ήταν η κατάστασή σου,
τόσο βαθύτερα σε έκρυβαν.
(...)
Ήξερα ακριβώς πως θα ξεμπέρδευα με αυτή
την υπόθεση,
Τη στιγμή που στο δρόμο στρίγγλισαν τα
λάστιχα του αυτοκινήτου και ατόνισε ο θόρυβος του κινητήρα, πήδηξα απο
το κρεβάτι και φόρεσα βιαστικά το άσπρο πουκάμισο, την πράσινη φούστα και
το μαύρο αδιάβροχο. Το αδιάβροχο ήταν ακόμα βρεγμένο απο την βροχή της
προηγούμενης μέρας, όμως σε λίγο, αυτό δεν θα είχε πια καμιά σημασία.
Κατέβηκα στο ισόγειο, πήρα ένα γαλάζιο
φάκελο απο την τραπεζαρία και σκάλισα στο πίσω μέρος, με μεγάλα γράμματα
: Φεύγω για μια μέγαλη βόλτα.
Έβαλα το μύνημα σε μέρος όπου η μαμά θα
το έβλεπε αμέσως μόλις έμπαινε. Ύστερα με έπιασαν τα γέλια. Είχα ξεχάσει
το σπουδαιότερο.
Έτρεξα πάνω και τράβηξα μια καρέκλα μπροστά
στην ντουλάπα της μαμάς. Ύστερα, ανέβηκα στην καρέκλα και έφτασα το μικρό
πράσινο χρηματοκιβώτιο στο τελευταίο ράφι. Θα μπορούσα να ξεκολλήσω το
μεταλλικό καπάκι με τα γυμνά μου χέρια, τόσο αδύναμη ήταν η κλειδαριά,
όμως ήθελα να τα κάνω όλα ήρεμα και κανονικά.
Άνοιξα το πανω δεξί συρτάρι της σιφονιέρας
της μαμάς και έβγαλα τη γαλάζια κοσμηματοθήκη που ήταν κρυμμένη κάτω απο
τα αρωματισμένα μαντίλια απο ιρλανδέζικο λινό. Πήρα το κλειδάκι που ήταν
καρφιτσωμένο στο σκούρο βελούδο. Ύστερα άνοιξα το χρηματοκιβώτιο κι έβγαλα
το σωληνάριο με τα χάπια. Υπήρχαν περισσότερα απ’ όσα ήλπιζα. Υπήρχαν τουλάχιστον
πενήντα.
Αν περίμενα να μου τα δίνει με το σταγονόμετρο
κάθε βράδυ η μαμά, θα μου χρειαζόταν πενήντα νύχτες για να μαζέψω μερικά.
Και σε πενήντα νύχτες θα είχε ανοίξει πάλι το κολέγιο, ο αδερφός μου θα
είχε γυρίσει απ’ τη Γερμανία και θα ήταν πολύ αργά.
Έβαλα πάλι το κλειδάκι στην κοσμηματοθήκη,
ανάμεσα σ’ ενα συνοθύλευμα απο αλυσιδίτσες και φτηνά δαχτυλίδια, φύλαξα
την κοσμηματοθήκη στο συρτάρι κάτω απ’ τα μαντίλια και το χρηματοκιβώτιο
στο ράφι της ντουλάπας και ξανάβαλα την καρέκλα πάνω στο χαλί, στο σημείο
ακριβώς απ’ όπου την είχα πάρει.
Μετά, κατέβηκα στην κουζίνα. Άνοιξα τη
βρύση και γέμισα ένα ποτήρι νερό, ύστερα πήρα το ποτήρι και το σωληνάριο
με τα χάπια και κατέβηκα στο υπόγειο.
Ένα αμυδρό, υποβρύχιο φώς τρύπωνε απ’ τις
χαραμάδες των παραθύρων. Πίσω απ’ τον καυστήρα διακρινόταν ένα σκοτεινό
άνοιγμα στον τοίχο, στο ύψος περίπου των ώμων, που συνεχιζόταν αθέατο κάτω
απ’ την βεράντα. Η βεράντα είχε προστεθεί, όταν είχε ήδη σκαφτεί το υπόγειο
κι είχε χτιστεί πάνω απ’ αυτό το κρυφό κενό.
Μου χρειάστηκε αρκετή ώρα για να ζυγιάσω
το κορμί μου μες το άνοιγμα, όμως στο τέλος, ύστερα απο πολλές προσπάθειες,
τα κατάφερα να κουρνιάσω στο στόμιο του σκότους σαν δαιμονικό.
Κάτω απ’ τα γυμνά μου πόδια το έδαφος έμοιαζε
φιλικό αλλά κρύο. Αναρωτήθηκα πόσο καιρό είχε να τα δεί ήλιος. Με μεγάλο
κόπο, τράβηξα τα βαριά, σκονισμένα κούτσουρα, το ένα μετά το άλλο, μπροστά
στο στόμιο της τρύπας. Ένοιωθα το σκοτάδι πυκνό σαν βελούδο. Πήρα το ποτήρι
και το σωληνάριο και πολύ προσεκτικά, στα γόνατα, με σκυμμένο το κεφάλι,
σύρθηκα μέχρι τον πιο μακρινό τοίχο.
Ιστοί αράχνης απαλοί σαν πεταλούδες της
νύχτας, άγγιζαν το προσωπό μου. Τύλιξα γύρω μου το μαύρο αδιάβροχο, σαν
να ‘ταν η ίδια η αγαπημένη μου σκιά, άνοιξα το σωληνάριο κι άρχισα να καταπίνω
γρήγορα, ανάμεσα σε γουλιές νερό, ένα χάπι κάθε φορά.
Στην αρχή δε συνέβη τίποτα, αλλά καθώς
το σωληνάριο πλησίαζε στο τελος του, φώτα κόκκινα και μπλέ άρχισαν να αστράφτουν
μπροστά στα μάτια μου. Το σωληνάριο μου γλίστρησε απ’ τα χέρια και ξάπλωσα.
Η σιωπή αποτραβήχτηκε, αποκαλύπτοντας βότσαλα
και κοχύλια κι όλο το ετερόλητο ναυάγιο της ζωής μου. Ύστερα, στη θάλασσα
της οπτασίας, μαζεύτηκε ξανά και μ’ ένα γιγάντιο κύμα με πέταξε με δύναμη
στον ύπνο.
(...)
Ήταν απόλυτο σκοτάδι.
Ένοιωθα το σκοτάδι, δεν ένοιωθα όμως τίποτ’
άλλο. Το κεφάλι μου ανασηκώθηκε σαν κεφάλι σκουλικιού. Κάποιος θρηνούσε.
Ύστερα κάτι βαρύ και σκληρό χτύπησε με πάταγο στο πρόσωπό μου, σαν πέτρινος
τοίχος που γκρεμίζεται, κι ο θρήνος σταμάτησε.
Η σιωπή φούσκωσε ξανά και γαλήνεψε σαν
το μαύρο νερό που ξαναγαληνεύει πάνω απ’ την πέτρα που βυθίζεται.
Ένας κρύος αέρας φύσηξε δυνατά. Μεταφερόμουν
με τεράστια ταχύτητα προς τα κάτω, μέσα απο ένα υπόγειο τούνελ. Ύστερα
ο αέρας σταμάτησε. Ακούστηκε ένα μπουμπουνητό, σαν πολλές φωνές που διαμαρτύρονταν
και λογομαχούσαν κάπου μακριά. Ύστερα οι φωνές σταμάτησαν.
Ένα σκαρπέλο με χτύπησε δυνατά στα μάτια
και μια ρωγμή φωτός άνοιξε για μια στιγμή, σαν στόμα ή σαν πληγή, μέχρι
που το σκοτάδι την κατάπιε και τη σκέπασε ξανά. Προσπάθησα να γυρίσω τα
μάτια μου μακριά απο το φώς, όμως κάτι χέρια τύλιγαν το κορμί μου με φασκιές
μούμιας και δεν μπορούσα να σαλέψω.
Άρχισα να πιστεύω ότι θα’ πρεπε να
βρίσκομαι στα έγκατα της γης, σ’ένα δωμάτιο φωτισμένο απο εκτυφλωτικά φώτα,
γεμάτο κόσμο που, δεν ξέρω γιατί, με κρατούσε ξαπλωμένη. Ύστερα το σκαρπέλο
χτύπησε ξανά και το φως πήδησε μέσα στο κεφάλι μου και μέσα απ’ το πυκνό,
ζεστό κι απαλό σαν γούνα σκοτάδι, μια φωνή φώναξε :
«Μητέρα!»
Ο αέρας έπνεε απαλά και παιχνίδιζε πάνω
στο πρόσωπό μου. Ένοιωθα γύρω μου το σχήμα ενός δωματίου, ενός μεγάλου
δωματίου με ανοιχτά παράθυρα. Ένα μαξιλάρι βούλιαζε κάτω απ’ το κεφάλι
μου και το σώμα μου έπλεε, χωρίς βάρος, ανάμεσα σε λεπτά σεντόνια.
Ύστερα ένοιωσα ζεστασιά, κάτι σαν χέρι
στο πρόσωπό μου. Θα ‘ πρεπε να βρίσκομαι ξαπλωμένη στον ήλιο. Αν άνοιγα
τα μάτια, θα έβλεπα χρώματα και μορφές που θα’ σκυβαν πάνω μου σαν νοσοκόμες.
Άνοιξα τα μάτια.
Ήταν εντελώς σκοτεινά.
Κάποιος ανάσανε δίπλα μου.
«Δεν βλέπω», είπα.
Μια χαρούμενη φωνή ακούστηκε μεσ’ απ’ το
σκοτάδι : «Υπάρχουν χιλιάδες τυφλοί στον κόσμο. Κάποια μέρα θα παντρευτείς
έναν όμορφο τυφλό».
Ο άνθρωπος με το σκαρπέλο ξαναγύρισε.
«Γιατί ασχολείστε μαζί μου;» είπα. «Είναι
ανώφελο».
«Δεν πρέπει να μιλάτε έτσι». Τα δάχτυλά
του ψαχούλεψαν το μεγάλο, πονεμένο εξόγκωμα πάνω απ’ το αριστερό μου μάτι.
Ύστερα κάτι χαλάρωσε και φάνηκε ένα ακανόνιστο άνοιγμα φωτός, σαν τρύπα
σε τοίχο. Το κεφάλι ενός άντρα περιεργαζόταν το χείλος της.
«Με βλέπεις;»
«Ναι».
«Βλέπεις τίποτ’ αλλο;»
Τότε θυμήθηκα. «Δεν βλέπω τίποτα». Το άνοιγμα
στένεψε και έγινε σκοτάδι. «Είμαι τυφλή».
«Ανοησίες! Ποιος σου το είπε αυτό;»
«Η νοσοκόμα».
Ο άντρας ξεφύσηξε. Έβαλε πάλι τον επίδεσμο
στο μάτι μου. «Είσαι πολύ τυχερό κορίτσι. Η όρασή σου δεν έχει πειραχτεί
καθόλου»
(...)
«Θέλω ένα καθρέφτη».
Η νοσοκόμα κάτι μουρμούρισε καθώς άνοιγε
το ‘να συρτάρι μετά το άλλο, ρίχνοντας μέσα στο μαύρο λουστρινένιο βαλιτσάκι
τα καινούρια ασπρόρουχα, τα μπλουζάκια, τα πουκάμισα και τις πιτζάμες που
μου είχε αγοράσει η μητέρα μου.
«Γιατί δε μου δίνετε έναν καθρέφτη;» Μου
είχαν φορέσει ένα ριχτό φόρεμα με γκριζόασπρες ρίγες σαν φόδρα στρώματος,σε
μια φαρδιά γυαλιστερή κόκκινη ζώνη, και με είχαν στηρίξει σε μια πολυθρόνα.
«Γιατί δε μου δίνετε;»
«Γιατί είναι καλύτερα έτσι». Η νοσοκόμα
έκλεισε απότομα τη βαλίτσα.
«Γιατί δεν έχετε και πολύ ωραία εμφάνιση».
«Ελάτε, αφήστε με να κοιταχτώ, μόνο για
μια στιγμή!»
Η νοσοκόμα αναστέναξε κι άνοιξε το πάνω
συρτάρι της σιφονιέρας. Έβγαλε ένα μεγάλο καθρέφτη με ξύλινη κορνίζα που
ταίριαζε με το ξύλο του επίπλου και μου τον έδωσε.
Στην αρχή δεν κατάλαβα τι συνέβαινε. Αυτός
δεν ήταν καθρέφτης, ήταν εικόνα.
Δεν μπορούσες να διακρίνεις αν το πρόσωπο
που απεικονιζόταν ήταν άντρας ή γυναίκα. Τα ξυρισμένα μαλλιά πετάγονταν
σε σκληρές τούφες, σαν φτερά κότας, σ’ ολόκληρο το κεφάλι. Η μια πλευρά
του προσώπου είχε χρώμα μελιτζανί, φούσκωνε περίεργα, πρασίνιζε στις άκρες
και στη συνέχεια γινόταν κίτρινη σαν όχρα. Το στόμα ήταν καφετί με ένα
ερεθισμένο σκάσιμο στις άκρες.
Το πιο εντυπωσιακό μ’ αυτό το πρόσωπο ήταν
η υπερφυσική συσσώρευση λαμπερών χρωμάτων.
Χαμογέλασα.
Το στόμα στον καθρέφτη ράγισε σ’ ένα σαρκαστικό
χαμόγελο.
Ένα λεπτό μετά απ’ το δυνατό κρότο, μια
άλλη νοσοκόμα όρμησε στο δωμάτιο. Όρθια μπροστά σ’ εκείνα τα τυφλά λευκά
κομμάτια, κοίταξε μια το σπασμένο καθρέφτη μια εμένα, κι ύστερα τράβηξε
τη νεαρή νοσοκόμα έξω απ’ το δωμάτιο.
«Δεν σου είχα πεί;» την άκουσα να φωνάζει.
«Μα εγώ μόνο ....»
«Δε στο είχα πεί;»
Τις άκουγα χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Απ’ οποιονδήποτε θα μπορούσε να πέσει ένας καθρέφτης. Δεν καταλαβαίνω γιατί
είχαν αναστατωθεί τόσο πολύ.
Η δεύτερη νοσοκόμα, η πιο ηλικιωμένη, ξαναμπήκε
στο δωμάτιο. Στάθηκε εκεί με τα χέρια σταυρωμένα και κοιτάζοντας με έντονα
είπε :
«Εφτά χρόνια γρουσουζιά!»
«Τί;»
«Είπα», και η νοσοκόμα ύψωσε τη φωνή της
σαν να μιλούσε σε κουφό, «εφτά χρόνια γρουσουζιά!»
Η νεότερη νοσοκόμα γύρισε μ’ ένα φαράσι
και μια σκούπα κι έρχισε να μαζεύει τα γυαλιστερά θραύσματα.
«Αυτές είναι προλήψεις», είπα.
«Έτσι ε;» Η δεύτερη νοσοκόμα γύρισε σ’
εκείνην που ήταν γονατισμένη, σαν να μην ήταν καν στο δωμάτιο. «Ποιός ξέρει
που θα την περιποιηθούν!»
(...)
Ύστερα η γιατρός Νόλαν ξεκλείδωσε την πόρτα
στο βάθος του διαδρόμου και κατεβήκαμε στους μυστηριώδεις διαδρόμους του
υπογείου που συνέδρεαν, μ’ ένα πολύπλοκο δίκτυο υπογείων στοών, όλα τα
κτίρια του νοσοκομείου.
Τοίχοι γυαλιστεροί, άσπρα πλακάκια λουτρού
και σειρές απο γυμνούς γλόμπους στο μαύρο ταβάνι. Φορεία και αναπηρικές
πολυθρόνες είχαν εξοκείλει εδώ κι εκεί, πάνω σε σωλήνες που διέτρεχαν ολόκληρη
την επιφάνεια των αστραφτερών τοίχων καθώς διακλαδίζονταν σ’ ένα δαιδαλώδες
νευρικό σύστημα. Είχα κρεμαστεί απ’ το μπράτσο της γιατρού σαν πεθαμένη
κι εκείνη μ’ έσφιγγε κάθε τόσο ενθαρρυντικά.
Τελικά σταματήσαμε μπροστά σε μια πράσινη
πόρτα που έγραφε «Ηλεκτροθεραπεία» με μεγάλα μαύρα γράμματα. Σταμάτησα
η γιατρός Νόλαν περίμενε. «Πάμε μέσα μαζί», είπα τότε και μπήκαμε.
Τα μόνα πρόσωπα στην αίθουσα αναμονής εκτός
απ’ την γιατρό Νόλαν κι εμένα ήταν ένας χλωμός άντρας μ’ ένα φθαρμένο κοκκινωπό
μπουρνούζι κι η νοσοκόμα που τον συνόδευε.
«Θέλεις να καθίσεις;» Η γιατρός Νόλαν μου
έδειξε ένα ξύλινο παγκάκι, όμως ένοιωθα τα πόδια μου βαριά και σκέφτηκα
πόσο δύσκολο θα ήταν να σηκωθώ όταν θα έφτανε η ώρα του ηλεκτροσόκ.
«Καλύτερα να μείνω όρθια».
(....)
Μέσα απ’ τα μισόκλειστα μάτια μου, μια
και δεν τολμούσα να τα ανοίξω εντελώς γιατί φοβόμουν ότι η θέα θα μ’ έκανε
να πέσω νεκρή, είδα το ψηλό κρεβάτι με το άσπρο τεντωμένο σεντόνι, το μηχάνημα
πίσω απ’ το κρεβάτι, κάποιον που φορούσε μάσκα – δεν μπορούσα να διακρίνω
αν ήταν άντρας ή γυναίκα – πίσω απο το μηχάνημα και κάμποσους άλλους επίσης
με μάσκα, που στέκονταν δίπλα στο κρεβάτι.
Η δεσποινίς Χιούι με βοήθησε να σκαρφαλώσω
και να ξαπλώσω ανάσκελα.
«Μιλήστε μου», είπα.
Η δεσποινίς Χιούι άρχισε να μου μιλάει
με χαμηλή κι απαλή φωνή, ενώ μου άλοιφε με αλοιφή τους κροτάφους και τοποθετούσε
τα μικρά καλώδια σε κάθε πλευρά του κεφαλιού μου : «Θα είστε μια χαρά,
δεν θα καταλάβετεαπολύτως τίποτα, μόνο δαγκώστε αυτό ...» Μου έβαλε κάτι
στη γλώσσα κι εγώ το δάγκωσα πανικόβλητη ενώ το σκοτάδι με εξαφάνιζε σαν
κιμωλία στο μαυροπίνακα.
SILVIA PLATH : Αποσπάσματα απο το βιβλίο
«Ο γυάλινος κώδων».